Ημερομηνία

Share:

Ο αναχρονιστικός συντηρητισμός ως ιδεολογικό υπόβαθρο του νέου νομοσχεδίου για την Παιδεία

Σχετικά

“Οι ρυθμίσεις που εισάγονται στο νέο νομοσχέδιο, δεν επιχειρούν να επιλύσουν κανένα από τα χρόνια ζητήματα που έχουν αναγνωριστεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα”

Η ουσιαστική αναμόρφωσή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, παρ’ ότι αποτελεί μία από τις διαχρονικές προκλήσεις της σύγχρονης ιστορίας μας, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να επιτευχθεί, καθώς, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, κατά κανόνα, οι σκοπιμότητες επικρατούν έναντι του κάθε φορά διακηρυσσόμενου στόχου. Ακολουθώντας την πάγια πολιτική τακτική όλων των προηγούμενων Κυβερνήσεων, άλλη μία μεταρρύθμιση που προωθείται σήμερα από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, είναι επιδερμική και άτολμη, χωρίς να επιχειρούνται οι αναγκαίες προοδευτικές τομές, ώστε να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες και βαθιές παθογένειές του. Αντίθετα, το νέο νομοσχέδιο διακατέχεται προδήλως από συντεχνιακές σκοπιμότητες, ιδεοληψίες και παρωχημένες πολιτικές αντιλήψεις, αποτελώντας χαρακτηριστικά που πρόκειται να αφομοιωθούν από τους νέους μας, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος.

Οι ρυθμίσεις που εισάγονται στο νέο νομοσχέδιο, δεν επιχειρούν να επιλύσουν κανένα από τα χρόνια ζητήματα που έχουν αναγνωριστεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, όπως είναι το bullying, η αδυναμία πλήρους ένταξης και στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και των ΑμεΑ σε όλες τις βαθμίδες, ή η προβληματική αντιστοίχιση, αμφιβόλου ποιοτικής αξίας, τίτλων σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με επαγγελματικά δικαιώματα.

Το κατατεθέν νομοσχέδιο, δεν αντιμετωπίζει σε κανένα βαθμό τις ελλείψεις σε ασφάλεια και συντήρηση των σχολικών κτιρίων και υποδομών, δεν ενισχύει τη διδασκαλία με μόνιμες προσλήψεις εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής αγωγής, δε μεριμνά για την εξασφάλιση άριστων συνθηκών υγιεινής και καθαριότητας στα σχολεία με προσλήψεις καθαριστών/καθαριστριών, τραπεζοκόμων ή σχολικών βοηθών και δε συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των σχολείων μέσω της τοποθέτησης σχολικών ιατρών, κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων σε αυτά.

Σε πλήρη αντίθεση με τις διεθνείς τάσεις, το νέο νομοσχέδιο διακρίνεται από ένα αναχρονιστικό συντηρητισμό. Με το άρθρο 7 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, ορίζεται ότι από το σχολικό έτος 2021-2022 οι μαθητές/μαθήτριες της Γ΄ τάξης των Γενικών Λυκείων, που είναι υποψήφιοι/υποψήφιες για τα πανεπιστημιακά τμήματα της Ομάδας Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών, δε θα εξετάζονται στην Κοινωνιολογία στις πανελλαδικές εξετάσεις. Η σκοπιμότητα μίας τέτοιας ρύθμισης, προφανώς και δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, καθώς στερείται οποιασδήποτε επιστημονικής τεκμηρίωσης ή έστω απόπειρας εκλογίκευσης.

Είναι προφανές ότι οι δημόσιες τοποθετήσεις των ακραία συντηρητικών κύκλων της Κυβέρνησης, εκφράζουν την αναχρονιστική αντίληψη μίας μισαλλόδοξης μειοψηφίας, απέναντι σε μία ολόκληρη Επιστήμη, η οποία, κατά τη γνώμη της, «διαφθείρει» ή «αλλοιώνει» το παραδοσιακό και συντηρητικό φρόνημα των νέων μας και συνεπώς, η «μετάδοσή της» πρέπει να καταργηθεί. Η εμφανώς ιδεοληπτική αντιμετώπιση της Κοινωνιολογίας, που εκφράζεται μέσα από την κατάργησή της ως πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα, αποτελεί τροχοπέδη για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη κριτικής σκέψης και κοινωνικών δεξιοτήτων των υποψήφιων φοιτητών/φοιτητριών, αδικεί τους μαθητές/τιςμαθήτριες που θα σπουδάσουν σε σχετικά τμήματα, ενώ ταυτόχρονα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην  έρευνα, τη διδασκαλία και την κοινωνική συνεισφορά  αυτών των τομέων της επιστημονικής γνώσης.

Το νέο νομοσχέδιο που πρόκειται να εισαχθεί προς ψήφιση, επαναφέρει την Τράπεζα Θεμάτων, ενώ αυξάνει δραματικά τον εξεταστικό φόρτο των μαθητών/μαθητριών. Η μετάλλαξη του πραγματικού ρόλου της εκπαίδευσης, από ελεύθερο φορέα γνώσης, ανάπτυξης δεξιοτήτων – κριτικής σκέψης και διάπλασης χαρακτήρων σε απλό πάροχο πληροφοριών, οι οποίες θα πρέπει να αναπαράγονται παθητικά με διαρκή αξιολόγηση της αφομοίωσής τους, είναι αντιπαραγωγική και αντιπαιδαγωγική. Η απόφαση για μετατροπή των σχολείων σε εξεταστικά κέντρα ανταποκρίνεται στις γνωστές κοινωνικές πιέσεις συντηρητικών κύκλων, που με στόχο τη βαθμοθηρία και τη στρεβλή «αριστεία», προκρίνουν την άμεση αποστήθιση έναντι της χρονοβόρας, αλλά σε βάθος κατανόησης της διδασκόμενης ύλης.

Παράλληλα με την αύξηση του εξεταστικού φόρτου, διευρύνονται και τα σημεία αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, καθώς η βαθμολογία των μαθητών/μαθητριών στις εξετάσεις, αποτελεί αντικειμενικό δείκτη επίτευξης ενός, κατά τ’ άλλα, υποκειμενικού μαθησιακού στόχου. Με απλά λόγια, ο εκπαιδευτικός του οποίου οι μαθητές/μαθήτριες επιτυγχάνουν υψηλές βαθμολογίες, αξιολογείται θετικά, ακόμα και αν η επιτυχία αυτή είναι προϊόν αποστήθισης. Οι εκπαιδευτικοί που, αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες του/της κάθε μαθητή/μαθήτριας, θεωρούν ότι, η εις βάθος κατανόηση της ύλης και η δημιουργική αξιακή διδασκαλία είναι σημαντικότερη από τη βαθμοθηρία, θα έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες μίας ενδεχομένως τιμωρητικής αξιολόγησης, η οποία θα θέτει σε κίνδυνο το εργασιακό τους μέλλον.

Μόλις πρόσφατα, η Υπουργός, με τροπολογία που κατέθεσε αιφνιδιαστικά κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για το άσυλο, κατήργησε κάθε πιθανή έννοια καλής νομοθέτησης, επιτρέποντας πλέον τη ζωντανή αναμετάδοση των σχολικών μαθημάτων μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας τρίτου μέρους. Μια τέτοια ρύθμιση, εγείρει σοβαρά ζητήματα περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων των μαθητών και των εκπαιδευτικών, ενώ πρακτικά καταργεί την ανάπτυξη των απαραίτητων σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών της διαδικτυακής πλατφόρμας προστατεύονται από το εθνικό δίκαιο και τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τρίτα μέρη για οποιοδήποτε σκοπό, όπως για παράδειγμα για την έμμεση αξιολόγηση της διδασκαλίας –ή/και των απόψεων- των εκπαιδευτικών μέσω «κλειδαρότρυπας». 

Η αναχρονιστική πρακτική του ελέγχου της συμπεριφοράς και της τιμωρίας, παγιώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στο νέο νομοσχέδιο, μέσω της διαπόμπευσης και του κοινωνικού στιγματισμού που θα επιφέρει η αναγραφή σε επίσημα έγγραφα του κράτους, όπως είναι το απολυτήριο, της διαγωγής του μαθητή/της μαθήτριας. Η δυνατότητα για αξιολόγηση της διαγωγής, προορίζεται ως εργαλείο επιβολής της κυριαρχίας του εκπαιδευτικούέναντι του μαθητή/της μαθήτριας, η διδασκαλία ή/και οι απόψεις του οποίου θα πρέπει πλέον να γίνονται αναντίρρητα αποδεκτές.

Η απόλυτη πειθαρχία και η καταπίεση του πνεύματος αμφισβήτησης των νέων, θα επιτυγχάνονται μέσω του φόβου για ανεξίτηλο κοινωνικό στιγματισμό που θα προκαλέσει μία τυχούσα κακή διαγωγή στο απολυτήριό τους. Παρ’ ότι η διαγωγή αναφέρεται σε μία προσωρινή και ενδεχομένως παροδική κατάσταση συμπεριφοράς, ο στιγματισμός αυτός θα συνοδεύει τους μαθητές/τις μαθήτριες εφ’ όρου ζωής, χωρίς να τους δίνεται οποιαδήποτε δεύτερη ευκαιρία για «συμμόρφωση» ή «σωφρονισμό», στα πρότυπα έκαστου εκπαιδευτικού.

Η στέρηση της δεύτερης ευκαιρίας αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό του νέου νομοσχεδίου, γεγονός που γίνεται σαφές και από την εισαγωγή του ηλικιακού πλαφόν των 17 ετών στα Επαγγελματικά Λύκεια της χώρας και τον άδικο αποκλεισμό των ηλικιακά μεγαλύτερων μαθητών/μαθητριών από αυτά.

Μία σύγχρονη και ευημερούσα δημοκρατική κοινωνία έχει ανάγκη από όσο το δυνατόν περισσότερους ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, με δημιουργική και κριτική σκέψη, με πνεύμα αλληλοκατανόησης και συνεργασίας και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Σε ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, η χώρα μας οφείλει να αναβαθμίσει τις δεξιότητες του επιστημονικού και εργατικού της δυναμικού, ώστε να μπορεί αυτό να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, της παραγωγής, της έρευνας και της καινοτομίας.

Είναι γνωστό ότι τα χαρακτηριστικά αυτά, αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια των μαθητικών ή φοιτητικών χρόνων, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο οφείλει να εξελίσσεται διαρκώς, σύμφωνα με τις διεθνείς τάσεις. Το νέο νομοσχέδιο που πρόκειται να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή προσεχώς, αποτυγχάνει με παταγώδη τρόπο να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της εκπαιδευτικής κοινότητας και των μαθητών/μαθητριών για ένα σύγχρονο και προοδευτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αντίθετα, τα βασικά χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου ταυτίζονται με τα αξιακά πρότυπα της Υπουργού και του άκρως συντηρητικού ακροατηρίου της. Ευελπιστώ ότι μέχρι και την ψήφιση του νομοσχεδίου, η Υπουργός δεν θα εισάγει νέα άρθρα στο νομοσχέδιο άνευ διαβούλευσης, δε θα διασπάσει τα σχολεία σε αρρένων – θηλέων, δε θα επαναφέρει την ενδυμασία της ποδιάς και δε θα επιτρέψει τη χρήση βέργας για τη διαπαιδαγώγηση των νέων!

* Η Κωνσταντίνα Αδάμου είναι Βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης , Ιστορικός – Φιλόλογος με μεταπτυχιακό στις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Νεολαίας.

Το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ