Άρθρο της ανεξάρτητης βουλευτή στη Β’ Θεσσαλονίκη, Κωνσταντίνας Αδάμου
Την περασμένη Πέμπτη στην Ολομέλεια της Βουλής, κληθήκαμε να ψηφίσουμε την κύρωση της Συμφωνίας για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρίκης σχέσης μεταξύ της Ελλάδας και της Γαλλίας, αλλά και για τη συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια των δύο χωρών.
Η Συμφωνία αυτή βρίσκεται – όχι άδικα – στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου το τελευταίο διάστημα, καθώς, αφενός διασφαλίζει την ακεραιότητα της εθνικής μας κυριαρχίας, ενώ αφετέρου φαίνεται να διαμορφώνει το κατάλληλο κλίμα – εν όψει και της ανάληψης της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γαλλία το Γενάρη του 2022 – για την έναρξη των συζητήσεων για τη δημιουργία μίας κοινής ευρωπαϊκης «Δύναμης Ταχείας Επέμβασης», δηλαδή ενός ευρωστρατού που θα πλαισιώνει τη στρατηγική αμυντική αυτονομία της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης και λόγω της ιδιότητάς μου ως ιστορικός, είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω τις βαθιά ιστορικές, πολιτικές, πολιτιστικές και διπλωματικές σχέσεις που ανέκαθεν συνέδεαν τις δύο χώρες και να χαιρετίσω την ενίσχυση αυτής της στρατηγικής αμυντικής συνεργασίας που θα λειτουργήσει ως αντίβαρο στις εντάσεις που προκαλούνται εξ’ αιτίας του αναθεωρητισμού της Τουρκίας του προέδρου Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Είναι γεγονός ότι με την αμυντική στήριξη της χώρας μας από τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης, θωρακίζεται η εθνική μας κυριαρχία, ενώ ταυτόχρονα, μπορεί – υπό τις νέες αυτές συνθήκες – να εξεταστεί και να αξιολογηθεί η δυνατότητα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων, πάντα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, σε περιοχές για τις οποίες υπάρχει ακόμα το casus belli από τη γείτονα.
Σε κάθε περίπτωση, οι πολυποίκιλες στρατηγικές συνεργασίες και η διεύρυνση των διπλωματικών επαφών της χώρας μας σε πολλά επίπεδα, αποτελούν σημαντικούς ενισχυτικούς παράγοντες για την προβολή των ελληνικών θέσεων σε διεθνές επίπεδο και τελικά, για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων μας.
Ωστόσο, εξετάζοντας την ελληνογαλλική Συμφωνία, είμαι υποχρεωμένη να τονίσω ότι παρά τα προφανή της οφέλη, η χώρα μας αναγκάζεται σε ορισμένες παραχωρήσεις, οι οποίες μάλλον αποτελούν αβλεψίες και με τις οποίες αφενός τίθενται σε κίνδυνο οι ένοπλες δυνάμεις μας και αφετέρου δεν εξασφαλίζεται η γαλλική αμυντική στήριξη για το σκοπό της άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε περιοχές ελληνικής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας βάσει του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας.
Πιο συγκεκριμένα με το άρθρο 18 της ελληνογαλλικής Συμφωνίας, η χώρα μας δεσμεύεται να συμμετέχει σε κοινές αναπτύξεις δυνάμεων σε θέατρα επιχειρήσεων προς υποστήριξη κοινών συμφερόντων, ιδίως στις – υπό γαλλική διοίκηση – επιχειρήσεις στο Σαχέλ, αλλά και σε άλλες περιοχές, στις οποίες, αορίστως, «μπορεί να θεωρηθεί» ότι τα συμφέροντα των δύο χωρών είναι κοινά.
Η ανάπτυξη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην υποσαχάρια Αφρική, αρχικά, είναι ασύμβατη με τη στρατηγική της αποφυγής αντιπαραθέσεων με χώρες όπου ανθεί ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και η μισαλλοδοξία, αφού όπως έχει ήδη αποδειχθεί, οι επιθέσεις μπορούν εύκολα να μεταφερθούν από τα πεδία μαχών της Αφρικής ή της Μέσης Ανατολής στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, με άμεσο και υπαρκτό κίνδυνο για την ασφάλεια των διαβιούντων σε αυτά.
Η ελληνική διπλωματία οφείλει να καταστήσει σαφές ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεών της, ακόμα κι αν αυτά έχουν αμιγώς υποστηρικτικό ρόλο, καλώντας τα να συμμετέχουν σε ένοπλες συγκρούσεις, που σε καμία περίπτωση δε σχετίζονται άμεσα με τα συμφέροντα της πατρίδας τους.
Σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Γαλλίας στο Σαχέλ, η παρουσία των γαλλικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, έρχεται για να καλύψει το κενό στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της ευρύτερης περιοχής, το οποίο δημιούργησε η πρόσφατη μετακίνηση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στον ινδικό και ειρηνικό ωκεανό, μετά και από την τριμερή Συμφωνία της AUKUS.
Μεγεθύνοντας τη σφαίρα επιρροής της, η Γαλλία μετατρέπεται σε ηγέτιδα δύναμη της Μεσογείου, γεγονός που την ενδυναμώνει τόσο στρατηγικά, όσο και οικονομικά – δεδομένου ότι πολλές από τις επιχειρήσεις εξορύξεων πετρελαίου και φυσικού αερίου που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, είναι γαλλικές.
Επιπλέον θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε στα αρνητικά της ελληνογαλλικής Συμφωνίας ότι το πακέτο για τις φρεγάτες Belharra και τις κορβέτες, είναι εξαιρετικά ακριβό και, παρ’ ότι θα ενισχύσει την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας μας μεσοπρόθεσμα, ίσως να μας παρασύρει αναπόφευκτα σε μία ατέρμονη κούρσα εξοπλισμών υψηλού κόστους, με έναν κατά πολύ ισχυρότερο αντίπαλο, σε μία περίοδο όπου η χώρα μας έχει περισσότερο ανάγκη από πυροσβεστικά αεροπλάνα, από Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και από ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Η δε πρόσφατη γραπτή διευκρίνιση του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών, σχετικά με το ότι δεν προβλέπεται υποστήριξη της Ελλάδας σε ενδεχόμενο κίνδυνο εντός της υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ της, με καθιστά ιδιαίτερα επιφυλακτική, όπως επίσης παραμένω επιφυλακτική με τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζεται η δέσμευση των εθνικών μας θέσεων στο Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θαλάσσης και αν η δέσμευση αυτή μεταφράζεται σε προβολή ισχύος μέσω της ελληνογαλλικής Συμφωνίας ή σε ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, απ’ όπου ενδεχομένως η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει.
Θεωρώ επομένως ότι η ελληνογαλλική Συμφωνία, είναι, επί της αρχής, μία συμφωνία επωφελής για τη χώρα μας και για το λόγο αυτό τάχθηκα υπέρ.
Από την άλλη, δεν μπορώ να μη διακρίνω τις αστοχίες σε δύο επιμέρους άρθρα της Συμφωνίας, τα οποία θεωρώ ότι υπερβαίνουν τις δυνατότητες της χώρας μας και αντίκεινται στο εθνικό μας συμφέρον.
Επειδή οι συμφωνίες δεν μπορούν να αλλάξουν μετά από την υπογραφή τους και λόγω του ότι η κύρωση της ελληνογαλλικής Συμφωνίας απαιτεί την ψήφιση ενός και μόνου άρθρου, σταθμίζοντας τα οφέλη και τις δυνητικές επιπτώσεις, για όλους τους παραπάνω λόγους, επί των άρθρων ψήφισα «Παρούσα», ενώ επί της αρχής και επί του συνόλου, ψήφισα «υπέρ».
Η ιστορία είναι αυτή που θα επιβεβαιώσει ή όχι την ορθότητα των συλλογισμών και των επιλογών μου και, για το καλό της πατρίδας μας, ελπίζω να δικαιωθώ.
- Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο εδώ